- κατοίκοις
- κάτοικοςinhabitantmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενναετήρ — ἐνναετήρ, ο (θηλ. ένναέτειρα) (Α) [ενναίω] κάτοικοις, ένοικος («Ἑλλάδος ἐνναετῆρες», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek